μεταλλάκτης

μεταλλάκτης
ο [μεταλλάσσω]
1. (επικοιν.) πίνακας τηλεπικοινωνιακού κέντρου, στον οποίο καταλήγουν οι διατάξεις τών τηλεφωνικών ή τηλεγραφικών γραμμών και ο οποίος επιτρέπει τη σύντομη αποκατάσταση τής απευθείας επικοινωνίας μεταξύ δύο συνδρομητών
2. (ηλεκτρολ.) μετασχηματιστής τής ηλεκτρικής ενέργειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… …   Dictionary of Greek

  • πυκνοτόμος — (Ιατρ.). Μηχάνημα που επιτρέπει στο μάτι του γιατρού να εισδύσει στο εσωτερικό όλων των ανθρώπινων οργάνων, ακόμα και του πολυπλοκότερου και πιο προστατευμένου, του εγκεφάλου. Για τη χρήση του δεν απαιτούνται προκαταρκτικές εξετάσεις. Εφαρμόζεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”