- μεταλλάκτης
- ο [μεταλλάσσω]1. (επικοιν.) πίνακας τηλεπικοινωνιακού κέντρου, στον οποίο καταλήγουν οι διατάξεις τών τηλεφωνικών ή τηλεγραφικών γραμμών και ο οποίος επιτρέπει τη σύντομη αποκατάσταση τής απευθείας επικοινωνίας μεταξύ δύο συνδρομητών2. (ηλεκτρολ.) μετασχηματιστής τής ηλεκτρικής ενέργειας.
Dictionary of Greek. 2013.